κομπαστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=kompastikos | |Transliteration B=kompastikos | ||
|Transliteration C=kompastikos | |Transliteration C=kompastikos | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*kompastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κομπαστική, κομπαστικόν, [[braggart]], Poll.9.146. Adv. [[κομπαστικῶς]] ib.147. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κομπαστικός''': -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, [[ἀλαζονικός]], Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 147. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κομπαστικός]], -ή, -όν) [[κομπαστής]]<br />αυτός που γίνεται με κομπασμό, με [[αλαζονεία]], [[αλαζονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπαστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α κομπαστικῶς)<br />με κομπασμό, αλαζονικά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
κομπαστική, κομπαστικόν, braggart, Poll.9.146. Adv. κομπαστικῶς ib.147.
German (Pape)
[Seite 1479] großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147.
Greek (Liddell-Scott)
κομπαστικός: -ή, -όν, ὁ κομπάζων ἀλαζών, ἀλαζονικός, Πολυδ. Θ΄, 146. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 147.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κομπαστικός, -ή, -όν) κομπαστής
αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός.
επίρρ...
κομπαστικώς και -ά (Α κομπαστικῶς)
με κομπασμό, αλαζονικά.