κλαδάσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kladassomai
|Transliteration C=kladassomai
|Beta Code=klada/ssomai
|Beta Code=klada/ssomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rush violently, surge</b>, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων <span class="bibl">Emp.100.22</span>.</span>
|Definition=Pass., [[rush violently]], [[surge]], αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.
}}
{{elnl
|elnltext=κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] [[snel stromen]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλᾰδάσσομαι:''' [[волноваться]], [[бурлить]] ([[αἷμα]] κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''κλᾰδάσσομαι''': ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, [[αἷμα]] κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαδάσσομαι]] (Α)<br />κινούμαι με [[ορμή]] («[[αἷμα]] κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το θ. του [[κλαδαρός]] «[[εύθραυστος]]». Για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[κλαδαρός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδάσσομαι Medium diacritics: κλαδάσσομαι Low diacritics: κλαδάσσομαι Capitals: ΚΛΑΔΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kladássomai Transliteration B: kladassomai Transliteration C: kladassomai Beta Code: klada/ssomai

English (LSJ)

Pass., rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen.

Russian (Dvoretsky)

κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.

Greek Monolingual

κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμήαἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.