Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δενδαλίς: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(8)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dendalis
|Transliteration C=dendalis
|Beta Code=dendali/s
|Beta Code=dendali/s
|Definition=ίδος, ὁ, a kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">barley-cake</b>, <span class="bibl">Nicopho 15</span>, <span class="bibl">Eratosth.10</span>; cf. [[δανδαλίς]].</span>
|Definition=-ίδος, ὁ, a kind of [[barley-cake]], Nicopho 15, Eratosth.10; cf. [[δανδαλίς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[δανδαλίς]] Poll.6.77, Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[torta de cebada]] Nicopho 6, χερνῆτις ἔριθος ... δενδαλίδας τεύχουσα Eratosth.10, cf. Hsch., Phot.δ 181<br /><b class="num">•</b>de trigo tostado, Poll.l.c., Hsch., Phot.δ 181<br /><b class="num">•</b>usada en sacrificios <i>EM</i> 255.54G., <i>AB</i> 241.12.<br /><b class="num">2</b> [[cebada]] en Eubea, Thphr.<i>Fr.Phot</i>.20<br /><b class="num">•</b>tanto en grano cruda como tostada blanca, Hsch., Phot.δ 181.<br /><b class="num">3</b> bot. un tipo de [[flor]] Hsch., Phot.δ 181.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma red. y c. disimilación *δανδ- > δενδ- sin etim. conocida.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδαλίς''': ἡ, [[εἶδος]] κριθίνου πλακοῦντος, Νικόφ. Χειρ. 2, Ἐρατοσθ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 972: πρβλ. [[δανδαλίς]].
|lstext='''δενδαλίς''': ἡ, [[εἶδος]] κριθίνου πλακοῦντος, Νικόφ. Χειρ. 2, Ἐρατοσθ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 972: πρβλ. [[δανδαλίς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[δανδαλίς]] Poll.6.77, Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[torta de cebada]] Nicopho 6, χερνῆτις ἔριθος ... δενδαλίδας τεύχουσα Eratosth.10, cf. Hsch., Phot.δ 181<br /><b class="num">•</b>de trigo tostado, Poll.l.c., Hsch., Phot.δ 181<br /><b class="num">•</b>usada en sacrificios <i>EM</i> 255.54G., <i>AB</i> 241.12.<br /><b class="num">2</b> [[cebada]] en Eubea, Thphr.<i>Fr.Phot</i>.20<br /><b class="num">•</b>tanto en grano cruda como tostada blanca, Hsch., Phot.δ 181.<br /><b class="num">3</b> bot. un tipo de [[flor]] Hsch., Phot.δ 181.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma red. y c. disimilación *δανδ- > δενδ- sin etim. conocida.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δενδαλίς]] και [[δανδαλίς]], η (Α)<br />[[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. <i>σεμίδᾱλις</i>, [[αλλά]] το <i>α</i> της λ. [[δενδαλίς]], [[είναι]] βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό.].
|mltxt=[[δενδαλίς]] και [[δανδαλίς]], η (Α)<br />[[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. <i>σεμίδᾱλις</i>, [[αλλά]] το <i>α</i> της λ. [[δενδαλίς]], [[είναι]] βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό.].
}}
{{etym
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[kind of barley-cake]] (Nikopho, Eratosth.); <b class="b3">δενδαλίδας οἱ μεν ἄνθος τι</b>, <b class="b3">ἄλλοι τὰς λευκὰς κάχρυς</b>, <b class="b3">οἱ δε τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι</b>, <b class="b3">οἱ δε τὰς ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας</b> H. The [[α]] is short in Nikophon.<br />Other forms: Also [[δανδαλίς]] H., Pollux<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Cf. [[σεμίδαλις]] [[fine wheaten flour]], further unknown. But the last word prob. from Accadian [[samidu]]. One might think of redupl. <b class="b2">da/e-n-dali-</b> (with prenasal.).
}}
{{FriskDe
|ftr='''δενδαλίς''': -ίδος<br />{dendalís}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Art Gerstenkuchen (Nikopho, Eratosth.), δενδαλίδας· οἱ μὲν [[ἄνθος]] τι, ἄλλοι [[τὰς]] λευκὰς [[κάχρυς]], οἱ δὲ [[τὰς]] ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ [[τοῦ]] φρυγῆναι, οἱ δὲ [[τὰς]] ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας H.<br />'''Derivative''': Auch [[δανδαλίς]], δανδαλίδες (Poll., H.).<br />'''Etymology''': Im Ausgang an [[σεμίδαλις]] [[feines Weizenmehl]] erinnernd, aber sonst unklar. Nach Prellwitz zu [[δαιδάλλω]] (?).<br />'''Page''' 1,365
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδαλίς Medium diacritics: δενδαλίς Low diacritics: δενδαλίς Capitals: ΔΕΝΔΑΛΙΣ
Transliteration A: dendalís Transliteration B: dendalis Transliteration C: dendalis Beta Code: dendali/s

English (LSJ)

-ίδος, ὁ, a kind of barley-cake, Nicopho 15, Eratosth.10; cf. δανδαλίς.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Alolema(s): δανδαλίς Poll.6.77, Hsch.
1 torta de cebada Nicopho 6, χερνῆτις ἔριθος ... δενδαλίδας τεύχουσα Eratosth.10, cf. Hsch., Phot.δ 181
de trigo tostado, Poll.l.c., Hsch., Phot.δ 181
usada en sacrificios EM 255.54G., AB 241.12.
2 cebada en Eubea, Thphr.Fr.Phot.20
tanto en grano cruda como tostada blanca, Hsch., Phot.δ 181.
3 bot. un tipo de flor Hsch., Phot.δ 181.
• Etimología: Forma red. y c. disimilación *δανδ- > δενδ- sin etim. conocida.

German (Pape)

[Seite 545] ίδος, ἡ, nur plur., ἱεραὶ κριθαί, B. A. 241; Hesych. s. v. Δενδαλίδας; Nicopho com. Ath. XIV, 645 c. Vgl. δανδαλίς.

Greek (Liddell-Scott)

δενδαλίς: ἡ, εἶδος κριθίνου πλακοῦντος, Νικόφ. Χειρ. 2, Ἐρατοσθ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 972: πρβλ. δανδαλίς.

Greek Monolingual

δενδαλίς και δανδαλίς, η (Α)
είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α της λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό.].

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: kind of barley-cake (Nikopho, Eratosth.); δενδαλίδας οἱ μεν ἄνθος τι, ἄλλοι τὰς λευκὰς κάχρυς, οἱ δε τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι, οἱ δε τὰς ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας H. The α is short in Nikophon.
Other forms: Also δανδαλίς H., Pollux
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. σεμίδαλις fine wheaten flour, further unknown. But the last word prob. from Accadian samidu. One might think of redupl. da/e-n-dali- (with prenasal.).

Frisk Etymology German

δενδαλίς: -ίδος
{dendalís}
Grammar: f.
Meaning: Art Gerstenkuchen (Nikopho, Eratosth.), δενδαλίδας· οἱ μὲν ἄνθος τι, ἄλλοι τὰς λευκὰς κάχρυς, οἱ δὲ τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι, οἱ δὲ τὰς ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας H.
Derivative: Auch δανδαλίς, δανδαλίδες (Poll., H.).
Etymology: Im Ausgang an σεμίδαλις feines Weizenmehl erinnernd, aber sonst unklar. Nach Prellwitz zu δαιδάλλω (?).
Page 1,365