ὠνητικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onitikos | |Transliteration C=onitikos | ||
|Beta Code=w)nhtiko/s | |Beta Code=w)nhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠνητική, ὠνητικόν, [[inclined to buy]]: Adv. [[ὠνητικῶς]], ἔχειν Ph.2.465, al. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΝΑ [[ὠνητής]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αγοράζει [[συχνά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠνητικῶς</i> Α<br />με ωνητικό τρόπο, με [[αγορά]]. | |mltxt=-ή, -όν, ΝΑ [[ὠνητής]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αγοράζει [[συχνά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠνητικῶς</i> Α<br />με ωνητικό τρόπο, με [[αγορά]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Kaufen]] [[gehörig]], [[geneigt]]</i>, Philo. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠνητική, ὠνητικόν, inclined to buy: Adv. ὠνητικῶς, ἔχειν Ph.2.465, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος ὅπως ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΑ ὠνητής
αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά.
επίρρ...
ὠνητικῶς Α
με ωνητικό τρόπο, με αγορά.