διωχής: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diochis
|Transliteration C=diochis
|Beta Code=diwxh/s
|Beta Code=diwxh/s
|Definition=ές, (ἔχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that will hold two</b>, δίφρος <span class="bibl">Pherecr.3</span>, Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span> 132.</span>
|Definition=διωχές, ([[ἔχω]]) [[that will hold two]], δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.''Fr.'' 132.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[de dos plazas]] δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.
}}
{{ls
|lstext='''διωχής''': -ές, ([[ἔχω]]) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», [[δίφρος]] Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, [[ἔνθα]] κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.
}}
{{grml
|mltxt=[[διωχής]], -ές (Α)<br />(για [[άμαξα]]) αυτός που χωρά δύο άτομα.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>zwei [[tragend]], [[fahrend]]</i>; [[δίφρος]] Pherecr. bei Poll. 10.47, [[varia lectio|v.l.]] [[διοχής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐωχής Medium diacritics: διωχής Low diacritics: διωχής Capitals: ΔΙΩΧΗΣ
Transliteration A: diōchḗs Transliteration B: diōchēs Transliteration C: diochis Beta Code: diwxh/s

English (LSJ)

διωχές, (ἔχω) that will hold two, δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.Fr. 132.

Spanish (DGE)

-ές de dos plazas δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.

Greek (Liddell-Scott)

διωχής: -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», δίφρος Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, ἔνθα κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.

Greek Monolingual

διωχής, -ές (Α)
(για άμαξα) αυτός που χωρά δύο άτομα.

German (Pape)

ές, zwei tragend, fahrend; δίφρος Pherecr. bei Poll. 10.47, v.l. διοχής.