χονδροπτισάνη: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chondroptisani
|Transliteration C=chondroptisani
|Beta Code=xondroptisa/nh
|Beta Code=xondroptisa/nh
|Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gruel of groats</b> as a drink for sick persons, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.72</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ἡ, [[gruel of groats]] as a drink for sick persons, Paul.Aeg.1.72.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χονδροπτῐσάνη''': [ᾰ]. ἡ, [[πτισάνη]] ἐκ χόνδρων, χρησιμεύουσα ὡς [[ποτὸν]] εἰς ἀσθενεῖς, Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. [[χόνδρος]].
|lstext='''χονδροπτῐσάνη''': [ᾰ]. ἡ, [[πτισάνη]] ἐκ χόνδρων, χρησιμεύουσα ὡς [[ποτὸν]] εἰς ἀσθενεῖς, Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. [[χόνδρος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[αφέψημα]] από χόνδρους, [[δηλαδή]] από χονδροαλεσμένο [[σιτάρι]], το οποίο δινόταν σε ασθενείς ως [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόνδρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πτισάνη]] «[[αφέψημα]] από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού»].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδροπτῐσάνη Medium diacritics: χονδροπτισάνη Low diacritics: χονδροπτισάνη Capitals: ΧΟΝΔΡΟΠΤΙΣΑΝΗ
Transliteration A: chondroptisánē Transliteration B: chondroptisanē Transliteration C: chondroptisani Beta Code: xondroptisa/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gruel of groats as a drink for sick persons, Paul.Aeg.1.72.

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, Ptisane von Graupen, Graupenschleim, für Kranke, zu trinken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χονδροπτῐσάνη: [ᾰ]. ἡ, πτισάνη ἐκ χόνδρων, χρησιμεύουσα ὡς ποτὸν εἰς ἀσθενεῖς, Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. χόνδρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αφέψημα από χόνδρους, δηλαδή από χονδροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο δινόταν σε ασθενείς ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + πτισάνη «αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού»].