θαλασσογενής: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thalassogenis
|Transliteration C=thalassogenis
|Beta Code=qalassogenh/s
|Beta Code=qalassogenh/s
|Definition=ές, (γενέσθαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sea-born</b>, κήρυκες <span class="bibl">Archestr.<span class="title">Fr.</span>56.7</span>.</span>
|Definition=θαλασσογενές, ([[γενέσθαι]]) [[sea-born]], κήρυκες Archestr.''Fr.''56.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλασσογενής''': -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε.
|lstext='''θᾰλασσογενής''': -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θαλασσογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει σχηματιστεί με την [[επενέργεια]] του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[ενδογενής]], [[ομογενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσογενής Medium diacritics: θαλασσογενής Low diacritics: θαλασσογενής Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: thalassogenḗs Transliteration B: thalassogenēs Transliteration C: thalassogenis Beta Code: qalassogenh/s

English (LSJ)

θαλασσογενές, (γενέσθαι) sea-born, κήρυκες Archestr.Fr.56.7.

German (Pape)

[Seite 1182] ές, aus dem Meere geboren, Archestr. bei Ath. III, 92 e.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσογενής: -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε.

Greek Monolingual

-ές (Α θαλασσογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ενδογενής, ομογενής].