κωνωποσφράντης: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(22)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=konoposfrantis
|Transliteration C=konoposfrantis
|Beta Code=kwnwposfra/nths
|Beta Code=kwnwposfra/nths
|Definition= ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Gnat-smeller</b>, name of a parasite, <span class="bibl">Alciphr.1.21</span>.</span>
|Definition= κωνωποσφράντου, ὁ, [[Gnat-smeller]], name of a parasite, Alciphr.1.21.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωνωποσφράντης]], -ου, ὁ (Α)<br />κωμική [[ονομασία]] αδίστακτου παρασίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώνωψ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οσφράντης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όσφραίνομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καπν</i>-<i>οσφράντης</i>, <i>υδρ</i>-<i>οσφράντης</i>].
|mltxt=[[κωνωποσφράντης]], -ου, ὁ (Α)<br />κωμική [[ονομασία]] αδίστακτου παρασίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώνωψ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οσφράντης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όσφραίνομαι</i>), [[πρβλ]]. [[καπνοσφράντης]], [[υδροσφράντης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωνωποσφράντης Medium diacritics: κωνωποσφράντης Low diacritics: κωνωποσφράντης Capitals: ΚΩΝΩΠΟΣΦΡΑΝΤΗΣ
Transliteration A: kōnōposphrántēs Transliteration B: kōnōposphrantēs Transliteration C: konoposfrantis Beta Code: kwnwposfra/nths

English (LSJ)

κωνωποσφράντου, ὁ, Gnat-smeller, name of a parasite, Alciphr.1.21.

Greek (Liddell-Scott)

κωνωποσφράντης: -ου, ὁ, ὀσφραινόμενος τοὺς κώνωπας, παράσιτος, Ἀλκίφρων 1. 21.

Greek Monolingual

κωνωποσφράντης, -ου, ὁ (Α)
κωμική ονομασία αδίστακτου παρασίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ + -οσφράντης (< όσφραίνομαι), πρβλ. καπνοσφράντης, υδροσφράντης].