χρυσανταυγής: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysantavgis | |Transliteration C=chrysantavgis | ||
|Beta Code=xrusantaugh/s | |Beta Code=xrusantaugh/s | ||
|Definition= | |Definition=χρυσανταυγές, [[reflecting golden light]], πέταλα E.''Ion''890 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
χρυσανταυγές, reflecting golden light, πέταλα E.Ion890 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1378] ές, Gold entgegenstrahlend, Gold widerscheinend, πέταλα Eur. Ion 890.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux reflets d'or.
Étymologie: χρυσός, ἀνταυγής.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσανταυγής: отсвечивающий золотом, золотистый (κρόκεα πέταλα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσανταυγής: -ές, ὁ ἀνταυγάζων χρυσίζον φῶς, ἀπαστράπτων ὡς χρυσός, πέταλα Εὐρ. Ἴων 890.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) χρυσαυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἀνταυγής «αυτός που ανακλά φως, που φεγγοβολά»].
Greek Monotonic
χρῡσανταυγής: -ές, αυτός που αντανακλά χρυσό φως, σε Ευρ.