ἀνθράκωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(big3_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀνθρᾰκωμα
|Full diacritics=ἀνθρᾰ́κωμα
|Medium diacritics=ἀνθράκωμα
|Medium diacritics=ἀνθράκωμα
|Low diacritics=ανθράκωμα
|Low diacritics=ανθράκωμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthrakoma
|Transliteration C=anthrakoma
|Beta Code=a)nqra/kwma
|Beta Code=a)nqra/kwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heap of charcoal, coal-fire</b>, Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.45.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[heap]] of [[charcoal]], [[coal]]-[[fire]], Dsc.''Eup.''1.45.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἀνθράκωμα''': τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, [[ἔπειτα]] ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.
|lstext='''ἀνθράκωμα''': τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, [[ἔπειτα]] ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135.
|mltxt=και αθράκωμα, το (Α [[ἀνθράκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απανθράκωση]]<br /><b>2.</b> το [[οίδημα]] [[άνθραξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακιά]], [[φωτιά]] από κάρβουνα.
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰ́κωμα Medium diacritics: ἀνθράκωμα Low diacritics: ανθράκωμα Capitals: ΑΝΘΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: anthrákōma Transliteration B: anthrakōma Transliteration C: anthrakoma Beta Code: a)nqra/kwma

English (LSJ)

-ατος, τό, heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.

German (Pape)

[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.

Greek Monolingual

και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)
νεοελλ.
1. απανθράκωση
2. το οίδημα άνθραξ
αρχ.
ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.