δουρίπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=douripiktos
|Transliteration C=douripiktos
|Beta Code=douri/phktos
|Beta Code=douri/phktos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fixed on spears]], λάφυρα δᾴων δουρίπηχθ' <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 278</span>.</span>
|Definition=δουρίπηκτον, [[fixed on spears]], λάφυρα δᾴων δουρίπηχθ' A.''Th.'' 278.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[fixé à la lance]], [[aux lances]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δουρίπηκτος:''' [[пригвожденный или пробитый копьем]] (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[δουρίπληκτος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δουρίπηκτος''': -ον, ἐμπεπηγμένος εἰς δόρατα, λόγχας, [[λάφυρα]] δάων δουρίπηχθ’ (κατὰ Δινδ. ἀντὶ δουρίπληχθ’, πρβλ. Ἀγ. 578) Αἰσχύλ. Θήβ. 278· κατὰ Πόρσ. δουρίληπτ’.
|lstext='''δουρίπηκτος''': -ον, ἐμπεπηγμένος εἰς δόρατα, λόγχας, [[λάφυρα]] δάων δουρίπηχθ’ (κατὰ Δινδ. ἀντὶ δουρίπληχθ’, πρβλ. Ἀγ. 578) Αἰσχύλ. Θήβ. 278· κατὰ Πόρσ. δουρίληπτ’.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fixé à la lance, aux lances.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουρίπηκτος:''' -ον, αυτός που έχει μπηχτεί σε δόρατα, σε λόγχες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δουρίπηκτος:''' -ον, αυτός που έχει μπηχτεί σε δόρατα, σε λόγχες, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουρίπηκτος:''' пригвожденный или пробитый копьем (Aesch. - v. l. [[δουρίπληκτος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δουρί]]-πηκτος, ον <i>adj</i><br />[[fixed]] on spears, Aesch.
|mdlsjtxt=[[δουρί]]-πηκτος, ον <i>adj</i><br />[[fixed]] on spears, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουρίπηκτος Medium diacritics: δουρίπηκτος Low diacritics: δουρίπηκτος Capitals: ΔΟΥΡΙΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: dourípēktos Transliteration B: douripēktos Transliteration C: douripiktos Beta Code: douri/phktos

English (LSJ)

δουρίπηκτον, fixed on spears, λάφυρα δᾴων δουρίπηχθ' A.Th. 278.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fixé à la lance, aux lances.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

δουρίπηκτος: пригвожденный или пробитый копьем (Aesch. - v.l. δουρίπληκτος).

Greek (Liddell-Scott)

δουρίπηκτος: -ον, ἐμπεπηγμένος εἰς δόρατα, λόγχας, λάφυρα δάων δουρίπηχθ’ (κατὰ Δινδ. ἀντὶ δουρίπληχθ’, πρβλ. Ἀγ. 578) Αἰσχύλ. Θήβ. 278· κατὰ Πόρσ. δουρίληπτ’.

Greek Monotonic

δουρίπηκτος: -ον, αυτός που έχει μπηχτεί σε δόρατα, σε λόγχες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δουρί-πηκτος, ον adj
fixed on spears, Aesch.