τοξοχίτων: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toksochiton | |Transliteration C=toksochiton | ||
|Beta Code=tocoxi/twn | |Beta Code=tocoxi/twn | ||
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, | |Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[equipped with bow and arrows]], Epich. 123 (dub. l.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοξοχίτων''': [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὡπλισμένος διὰ τόξου καὶ βελῶν, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Τ. 1. (Ahrens χαλκοχίτωνες). | |lstext='''τοξοχίτων''': [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὡπλισμένος διὰ τόξου καὶ βελῶν, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Τ. 1. (Ahrens χαλκοχίτωνες). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br />οπλισμένος με [[τόξο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), [[πρβλ]]. [[σιδηροχίτων]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, equipped with bow and arrows, Epich. 123 (dub. l.).
Greek (Liddell-Scott)
τοξοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὡπλισμένος διὰ τόξου καὶ βελῶν, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Τ. 1. (Ahrens χαλκοχίτωνες).
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
οπλισμένος με τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηροχίτων].