διασκεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaskeptikos
|Transliteration C=diaskeptikos
|Beta Code=diaskeptiko/s
|Beta Code=diaskeptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cautious]], [[considerate]], <span class="bibl">Poll.1.178</span>.</span>
|Definition=διασκεπτική, διασκεπτικόν, [[cautious]], [[considerate]], Poll.1.178.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[ponderado]] στρατηγός Poll.1.178.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], Πολυδ. Αʹ, 178.
|lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], Πολυδ. Αʹ, 178.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[ponderado]] στρατηγός Poll.1.178.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[διασκεπτήριος]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διασκέπτεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[διασκεπτήριος]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διασκέπτεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεπτικός Medium diacritics: διασκεπτικός Low diacritics: διασκεπτικός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaskeptikós Transliteration B: diaskeptikos Transliteration C: diaskeptikos Beta Code: diaskeptiko/s

English (LSJ)

διασκεπτική, διασκεπτικόν, cautious, considerate, Poll.1.178.

Spanish (DGE)

-ή, -όν ponderado στρατηγός Poll.1.178.

German (Pape)

[Seite 602] betrachtend, Poll. 1, 178.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεπτικός: -ή, -όν, προφυλακτικός, προσεκτικός, Πολυδ. Αʹ, 178.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διασκεπτικός, -ή, -όν)
1. ο διασκεπτήριος
2. ο ικανός να διασκέπτεται
αρχ.
προσεκτικός, επιφυλακτικός.