φιλόδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filodakrys | |Transliteration C=filodakrys | ||
|Beta Code=filo/dakrus | |Beta Code=filo/dakrus | ||
|Definition=υ, gen. υος, [[loving tears]], [[given to weeping]], | |Definition=υ, gen. υος, [[loving tears]], [[given to weeping]], Poll.2.63, 6.202. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
υ, gen. υος, loving tears, given to weeping, Poll.2.63, 6.202.
German (Pape)
[Seite 1279] υ, thränenliebend, gern oder oft weinend.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδακρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ φιλῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν νὰ δακρύῃ, Πολυδ. Β΄, 63, Ϛ΄, 202, Ἐκκλ.· φ. πόλεμος, ὁ πολλὰ δάκρυα προξενῶν, Βυζ.· ― ὡσαύτως φιλοδάκρυος, ον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 107· καὶ φιλοδάκρῡτος, ον, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 580.
Greek Monolingual
-υ, ΜΑ
αυτός που κλαίει συχνά και εύκολα, κλαψιάρης
μσν.
(για γεγονότα και καταστάσεις) αυτός που γίνεται αιτία για δάκρυα, που προκαλεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύδακρυς].