φρεάτιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=freatios
|Transliteration C=freatios
|Beta Code=frea/tios
|Beta Code=frea/tios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φρεατιαῖος]], Ruf.<span class="title">Fr.</span>66, <span class="title">Gp.</span>2.6.33, Anon. ap. Suid.</span>
|Definition=α, ον, = [[φρεατιαῖος]], Ruf.''Fr.''66, ''Gp.''2.6.33, Anon. ap. Suid.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] zum Brunnen gehörig, Geopon.
}}
{{ls
|lstext='''φρεάτιος''': -α, -ον, = [[φρεατιαῖος]], ἐν τόποις τοῖς μὴ ἔχουσιν [[ὕδωρ]], [[μήτε]] ἐπίρρυτον, [[μήτε]] πηγαῖον, [[μήτε]] [[φρεάτιον]] Γεωπον. 2. 6, 33, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[φρεάτιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[φρέαρ]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φρέαρ]], [[πηγαδήσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[φρέαρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[φρεάτιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φρεάτιος]] [[ορίζοντας]]»<br /><b>γεωλ.</b> ο [[υδροφόρος]] [[ορίζοντας]].
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρεᾱτιος Medium diacritics: φρεάτιος Low diacritics: φρεάτιος Capitals: ΦΡΕΑΤΙΟΣ
Transliteration A: phreátios Transliteration B: phreatios Transliteration C: freatios Beta Code: frea/tios

English (LSJ)

α, ον, = φρεατιαῖος, Ruf.Fr.66, Gp.2.6.33, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 1304] zum Brunnen gehörig, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

φρεάτιος: -α, -ον, = φρεατιαῖος, ἐν τόποις τοῖς μὴ ἔχουσιν ὕδωρ, μήτε ἐπίρρυτον, μήτε πηγαῖον, μήτε φρεάτιον Γεωπον. 2. 6, 33, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-α, -ο / φρεάτιος, -ία, -ον, ΝΜΑ φρέαρ, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρέαρ, πηγαδήσιος
2. αυτός που προέρχεται από φρέαρ
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φρεάτιο
νεοελλ.
φρ. «φρεάτιος ορίζοντας»
γεωλ. ο υδροφόρος ορίζοντας.