περιφορητικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periforitikos
|Transliteration C=periforitikos
|Beta Code=periforhtiko/s
|Beta Code=periforhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">current</b>, λόγος <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.87</span>.</span>
|Definition=περιφορητική, περιφορητικόν, [[current]], λόγος S.E.''M.''10.87.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] ή, όν, = Folgdm; [[λόγος]], S. Emp. adv. phys. 2, 87.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] ή, όν, = Folgdm; [[λόγος]], S. Emp. adv. phys. 2, 87.
}}
{{elru
|elrutext='''περιφορητικός:''' [[общераспространенный]], [[избитый]] ([[λόγος]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφορητικός''': -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. [[λόγος]], πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, [[ἀπατηλός]].
|lstext='''περιφορητικός''': -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. [[λόγος]], πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, [[ἀπατηλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιφορητός]]<br />αυτός που περιφέρεται [[γρήγορα]], [[ταχύς]] [[κατά]] την [[περιφορά]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφορητικός Medium diacritics: περιφορητικός Low diacritics: περιφορητικός Capitals: ΠΕΡΙΦΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periphorētikós Transliteration B: periphorētikos Transliteration C: periforitikos Beta Code: periforhtiko/s

English (LSJ)

περιφορητική, περιφορητικόν, current, λόγος S.E.M.10.87.

German (Pape)

[Seite 599] ή, όν, = Folgdm; λόγος, S. Emp. adv. phys. 2, 87.

Russian (Dvoretsky)

περιφορητικός: общераспространенный, избитый (λόγος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

περιφορητικός: -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. λόγος, πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, ἀπατηλός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιφορητός
αυτός που περιφέρεται γρήγορα, ταχύς κατά την περιφορά.