ἀνέρεικτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anereiktos | |Transliteration C=anereiktos | ||
|Beta Code=a)ne/reiktos | |Beta Code=a)ne/reiktos | ||
|Definition=or | |Definition=or [[ἀνέρικτος]], ον, [[not bruised]], [[unground]], Hp.''Aff.''52. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
or ἀνέρικτος, ον, not bruised, unground, Hp.Aff.52.
Spanish (DGE)
-ον
hecho con harina no cernida, integral, ἄρτος Hp.Aff.52.
German (Pape)
[Seite 226] unzerbrochen, unzermalmt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέρεικτος: -ον, ὁ μὴ ἐρεικτός, μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.
Greek Monolingual
ἀνέρεικτος (κ. -ικτος), -ον (Α)
αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»].