Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκατάσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(4000)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataskopos
|Transliteration C=akataskopos
|Beta Code=a)kata/skopos
|Beta Code=a)kata/skopos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[ἀνώϊστος]], Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>4.101</span>.</span>
|Definition=ἀκατάσκοπον, ''Glossaria'' on [[ἀνώϊστος]], Sch.Opp.''C.''4.101.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[poco claro]], [[oscuro]] σχῆμα Clem.Al.<i>Paed</i>.3.11.79, Sch.Opp.<i>C</i>.4.101.<br /><b class="num">2</b> [[sin falta]], [[perfecto]] δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.
}}
{{ls
|lstext='''ἀκατάσκοπος''': -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκατάσκοπος]], -ον (AM) [[κατασκοπῶ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κανείς]] (Κλήμ. Μ. 8.657b)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν φαίνεται, ο [[απαρατήρητος]]<br />«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»<br /><b>2.</b> [[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unüberlegt]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάσκοπος Medium diacritics: ἀκατάσκοπος Low diacritics: ακατάσκοπος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: akatáskopos Transliteration B: akataskopos Transliteration C: akataskopos Beta Code: a)kata/skopos

English (LSJ)

ἀκατάσκοπον, Glossaria on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.

Spanish (DGE)

-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.

Greek Monolingual

ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.

German (Pape)

unüberlegt, Sp.