λειπτέον: Difference between revisions
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leipteon | |Transliteration C=leipteon | ||
|Beta Code=leipte/on | |Beta Code=leipte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must leave]], [[abandon]], E.''HF''1385, Pl.''Cri.''51b, etc. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λειπτέον:''' adj. verb. к [[λείπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λειπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[λείπω]], πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ. | |lsmtext='''λειπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[λείπω]], πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
one must leave, abandon, E.HF1385, Pl.Cri.51b, etc.
Russian (Dvoretsky)
λειπτέον: adj. verb. к λείπω.
Greek (Liddell-Scott)
λειπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λείπω, δεῖ λείπειν, Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1385, Πλάτ. Κρίτ. 51 Β, κτλ.
Greek Monotonic
λειπτέον: ρημ. επίθ. του λείπω, πρέπει να αφήσουμε, να εγκαταλείψουμε, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.