μονορύχης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monorychis
|Transliteration C=monorychis
|Beta Code=monoru/xhs
|Beta Code=monoru/xhs
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[digging with one point]], ὄρυξ <span class="title">AP</span>6.297 (Phan.).
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[digging with one point]], ὄρυξ ''AP''6.297 (Phan.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ὁ, ein Grabewerkzeug mit [[einer]] Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ὁ, ein Grabewerkzeug mit [[einer]] Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης.
}}
{{elru
|elrutext='''μονορύχης:''' дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый ([[ὄρυξ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονορύχης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει με τη [[μία]] μόνο [[άκρη]] της δικέλλας, σε Ανθ.
|lsmtext='''μονορύχης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει με τη [[μία]] μόνο [[άκρη]] της δικέλλας, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονορύχης:''' дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый ([[ὄρυξ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μον-ορῠ́χης, ου, ὁ, [[ὀρύσσω]]<br />digging with one [[point]], Anth.
|mdlsjtxt=μον-ορῠ́χης, ου, ὁ, [[ὀρύσσω]]<br />digging with one [[point]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονορύχης Medium diacritics: μονορύχης Low diacritics: μονορύχης Capitals: ΜΟΝΟΡΥΧΗΣ
Transliteration A: monorýchēs Transliteration B: monorychēs Transliteration C: monorychis Beta Code: monoru/xhs

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, digging with one point, ὄρυξ AP6.297 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 204] ὁ, ein Grabewerkzeug mit einer Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης.

Russian (Dvoretsky)

μονορύχης: дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый (ὄρυξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ, ἐπὶ ἐργαλείου ὁ σκάπτων μὲ ἓν μόνον ὀξὺ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6. 297. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σελ. 313.

Greek Monolingual

μονορύχης και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α)
(για εργαλείο) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ορύχης (< ορύσσω)].

Greek Monotonic

μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει με τη μία μόνο άκρη της δικέλλας, σε Ανθ.

Middle Liddell

μον-ορῠ́χης, ου, ὁ, ὀρύσσω
digging with one point, Anth.