προσείλημα: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proseilima | |Transliteration C=proseilima | ||
|Beta Code=prosei/lhma | |Beta Code=prosei/lhma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, [[wrapping]], [[κεφαλῆς]], i.e. [[turban]], Creon 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-είματος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο καλύπτει [[κανείς]] [[κάτι]], [[περικάλυμμα]], [[περιτύλιγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προσείλημα]] κεφαλῆς» — [[σαρίκι]], [[τουρμπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴλημα]] «[[κάλυμμα]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, wrapping, κεφαλῆς, i.e. turban, Creon 1.
Greek Monolingual
-είματος, τὸ, Α
1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα
2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» — σαρίκι, τουρμπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἴλημα «κάλυμμα»].