μυρμηκάνθρωποι: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrmikanthropoi
|Transliteration C=myrmikanthropoi
|Beta Code=murmhka/nqrwpoi
|Beta Code=murmhka/nqrwpoi
|Definition=οἱ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ant-men</b>, title of play by Pherecrates, <span class="bibl">Ath. 6.229a</span>.</span>
|Definition=οἱ, [[ant-men]], title of play by Pherecrates, Ath. 6.229a.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρμηκάνθρωποι''': οἱ, οἱ ἐκ μυρμήκων ἄνθρωποι, ἢ ἄνθρωποι ὡς μύρμηκες, [[κωμῳδία]] τοῦ Φερεκράτους, Ἀθήν. 229Α.
|lstext='''μυρμηκάνθρωποι''': οἱ, οἱ ἐκ μυρμήκων ἄνθρωποι, ἢ ἄνθρωποι ὡς μύρμηκες, [[κωμῳδία]] τοῦ Φερεκράτους, Ἀθήν. 229Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκάνθρωποι]], οἱ (Α)<br /><b>1.</b> άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μυρμηγκάνθρωποι</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Φερεκράτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκάνθρωποι Medium diacritics: μυρμηκάνθρωποι Low diacritics: μυρμηκάνθρωποι Capitals: ΜΥΡΜΗΚΑΝΘΡΩΠΟΙ
Transliteration A: myrmēkánthrōpoi Transliteration B: myrmēkanthrōpoi Transliteration C: myrmikanthropoi Beta Code: murmhka/nqrwpoi

English (LSJ)

οἱ, ant-men, title of play by Pherecrates, Ath. 6.229a.

German (Pape)

[Seite 220] οἱ, die Ameisenmenschen, Titel einer Comödie des Pherekrates, Ath. VI, 229.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκάνθρωποι: οἱ, οἱ ἐκ μυρμήκων ἄνθρωποι, ἢ ἄνθρωποι ὡς μύρμηκες, κωμῳδία τοῦ Φερεκράτους, Ἀθήν. 229Α.

Greek Monolingual

μυρμηκάνθρωποι, οἱ (Α)
1. άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια
2. ως κύριο όν. Μυρμηγκάνθρωποι
τίτλος κωμωδίας του Φερεκράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + ἄνθρωπος.