νουσολύτης: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nousolytis | |Transliteration C=nousolytis | ||
|Beta Code=nousolu/ths | |Beta Code=nousolu/ths | ||
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, <span | |Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[freeing from illness]], Παιάν ''Epigr.Gr.''1026. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νουσολύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ νόσου ἀπαλλάτων, [[Παιάν]] Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1026. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νουσολύτης]] και [[νοσολύτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από [[αρρώστια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νοῦσος]] / [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>), [[πρβλ]]. [[χρησμολύτης]], [[ωδινολύτης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, freeing from illness, Παιάν Epigr.Gr.1026.
Greek (Liddell-Scott)
νουσολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ νόσου ἀπαλλάτων, Παιάν Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1026.
Greek Monolingual
νουσολύτης και νοσολύτης, ὁ (Α)
αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμολύτης, ωδινολύτης].