χρησμολύτης
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, expounder of oracles, Tz. ad Lyc.494.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, der ein Orakel auflös't, auslegt, Orakeldeuter, Schol. Lycophr. 494.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων, δηλ. ἑρμηνεύων χρησμούς, Τζέτζ. ἐν Λυκόφρ. 494.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
αυτός που ερμηνεύει χρησμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λύτης (< λύω), πρβλ. σημειολύτης, ὠδινολύτης].