δυσεξαρίθμητος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
(10)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dyseksarithmitos
|Transliteration C=dyseksarithmitos
|Beta Code=dusecari/qmhtos
|Beta Code=dusecari/qmhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to count</b>, <span class="bibl">Plb.3.58.6</span>, Plu.2.667e.</span>
|Definition=δυσεξαρίθμητον, [[hard to count]], Plb.3.58.6, Plu.2.667e.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de contar]], [[incontable]] κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos)</i>, Origenes <i>Philoc</i>.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0679.png Seite 679]] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0679.png Seite 679]] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à énumérer]], [[innombrable]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἐξαριθμέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξαρίθμητος:''' [[с трудом поддающийся исчислению]], [[неисчислимый]] Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεξᾰρίθμητος''': -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.
|lstext='''δυσεξᾰρίθμητος''': -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />difficile à énumérer, innombrable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξαριθμέω]].
|mltxt=[[δυσεξαρίθμητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο [[πολυάριθμος]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de contar]], [[incontable]] κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos)</i>, Origenes <i>Philoc</i>.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.
|lsmtext='''δυσεξαρίθμητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[δυσεξαρίθμητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο [[πολυάριθμος]].
|mdlsjtxt=[[δυσ-]] εξαρίθμητος, ον<br />[[hard]] to [[enumerate]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξᾰρίθμητος Medium diacritics: δυσεξαρίθμητος Low diacritics: δυσεξαρίθμητος Capitals: ΔΥΣΕΞΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexaríthmētos Transliteration B: dysexarithmētos Transliteration C: dyseksarithmitos Beta Code: dusecari/qmhtos

English (LSJ)

δυσεξαρίθμητον, hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξαρίθμητος: с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.

Greek Monolingual

δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.

Greek Monotonic

δυσεξαρίθμητος: -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.

Middle Liddell

δυσ- εξαρίθμητος, ον
hard to enumerate, Polyb.