νανοφυής: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nanofyis
|Transliteration C=nanofyis
|Beta Code=nanofuh/s
|Beta Code=nanofuh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of dwarfish stature</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>790</span> (ναννο- codd.).</span>
|Definition=νανοφυές, [[of dwarfish stature]], Ar.''Pax''790 (ναννο- codd.).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[de la stature d'un nain]].<br />'''Étymologie:''' [[νάννος]], [[φύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νᾱνοφυής''': -ές, ὁ ἔχων [[ἀνάστημα]] νάνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
|lstext='''νᾱνοφυής''': -ές, ὁ ἔχων [[ἀνάστημα]] νάνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ής, ές :<br />de la stature d’un nain.<br />'''Étymologie:''' [[νάννος]], [[φύω]].
|mltxt=-ές (Α [[νανοφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[ανάστημα]] νάνου, [[μικρόσωμος]], [[μικροσκοπικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νανοφυής]]<br />[[είδος]] εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νᾶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-<i>φυής</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nanophyes</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νᾱνοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που έχει [[ανάστημα]] νάνου, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νᾱνο-φυής, ές [φυή]<br />of [[dwarfish]] [[stature]], Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dwarfish]]
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱνοφῠής Medium diacritics: νανοφυής Low diacritics: νανοφυής Capitals: ΝΑΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: nanophyḗs Transliteration B: nanophyēs Transliteration C: nanofyis Beta Code: nanofuh/s

English (LSJ)

νανοφυές, of dwarfish stature, Ar.Pax790 (ναννο- codd.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la stature d'un nain.
Étymologie: νάννος, φύω.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱνοφυής: -ές, ὁ ἔχων ἀνάστημα νάνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

Greek Monolingual

-ές (Α νανοφυής, -ές)
αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο-φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nanophyes].

Greek Monotonic

νᾱνοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει ανάστημα νάνου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νᾱνο-φυής, ές [φυή]
of dwarfish stature, Ar.

English (Woodhouse)

dwarfish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)