παρασχοινίζω: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraschoinizo
|Transliteration C=paraschoinizo
|Beta Code=parasxoini/zw
|Beta Code=parasxoini/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fence off with lines</b>, παρεσχοίνισται ἡ ὁδός <span class="bibl">Str.15.1.55</span>.</span>
|Definition=[[fence off with lines]], παρεσχοίνισται ἡ ὁδός Str.15.1.55.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασχοινίζω''': ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, [[σχοινίον]] ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 160.
|lstext='''παρασχοινίζω''': ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, [[σχοινίον]] ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]], Πολυδ. Ζ΄, 160.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φράζω]] [[κάτι]] με τεντωμένο [[σχοινί]] («παρεσχοίνισται ἡ [[ὁδός]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοινί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασχοινίζω Medium diacritics: παρασχοινίζω Low diacritics: παρασχοινίζω Capitals: ΠΑΡΑΣΧΟΙΝΙΖΩ
Transliteration A: paraschoinízō Transliteration B: paraschoinizō Transliteration C: paraschoinizo Beta Code: parasxoini/zw

English (LSJ)

fence off with lines, παρεσχοίνισται ἡ ὁδός Str.15.1.55.

German (Pape)

[Seite 501] durch ein daneben od. davor gezogenes Seil ausmessen, Strab. XV, 710.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχοινίζω: ἀποφράττω διὰ σχοινίου, παρεσχοίνισται ἡ ὁδὸς Στράβ. 710· - παρασχοίνισμα, τό, σχοινίον ἐκτεινόμενον πλησίον ἢ κατὰ μῆκος, Πολυδ. Ζ΄, 160.

Greek Monolingual

Α
φράζω κάτι με τεντωμένο σχοινί («παρεσχοίνισται ἡ ὁδός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σχοινί + κατάλ. -ίζω].