πυρίβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrivrotos | |Transliteration C=pyrivrotos | ||
|Beta Code=puri/brwtos | |Beta Code=puri/brwtos | ||
|Definition= | |Definition=πυρίβρωτον, ([[βιβρώσκω]]) [[devoured by fire]], Str.17.1.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
πυρίβρωτον, (βιβρώσκω) devoured by fire, Str.17.1.27.
German (Pape)
[Seite 822] vom Feuer verzehrt, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίβρωτος: -ον, (βιβρώσκω) ὑπὸ πυρὸς καταβρωθείς, Στράβ. 805.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. θηρόβρωτος, σκωληκόβρωτος].