ἀναμνηστός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamnistos
|Transliteration C=anamnistos
|Beta Code=a)namnhsto/s
|Beta Code=a)namnhsto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which one can recollect]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>87b</span>.</span>
|Definition=ἀναμνηστόν, [[that which one can recollect]], Pl.''Men.''87b.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀναμνηστός''': -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ ἢ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.
|dgtxt=-όν<br />[[que puede ser objeto de reminiscencia]] ([[ἀρετή]]) [[ἆρα]] διδακτὸν ἢ οὔ, ἢ ... ἀναμνηστόν; Pl.<i>Men</i>.87b.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on peut se souvenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμιμνῄσκω]].
|btext=ος, ον :<br />[[dont on peut se souvenir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμιμνῄσκω]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-όν<br />[[que puede ser objeto de reminiscencia]] ([[ἀρετή]]) [[ἆρα]] διδακτὸν οὔ, ἢ ... ἀναμνηστόν; Pl.<i>Men</i>.87b.
|lstext='''ἀναμνηστός''': -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμνηστός Medium diacritics: ἀναμνηστός Low diacritics: αναμνηστός Capitals: ΑΝΑΜΝΗΣΤΟΣ
Transliteration A: anamnēstós Transliteration B: anamnēstos Transliteration C: anamnistos Beta Code: a)namnhsto/s

English (LSJ)

ἀναμνηστόν, that which one can recollect, Pl.Men.87b.

Spanish (DGE)

-όν
que puede ser objeto de reminiscencia (ἀρετή) ἆρα διδακτὸν ἢ οὔ, ἢ ... ἀναμνηστόν; Pl.Men.87b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on peut se souvenir.
Étymologie: ἀναμιμνῄσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμνηστός: -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ ἢ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.

Greek Monotonic

ἀναμνηστός: -όν (ἀνα-μιμνῄσκω), αυτός που μπορεί να ανακληθεί στην μνήμη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀναμιμνήσκω
that which one can recollect, Plat.