μητροφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitrofthoros
|Transliteration C=mitrofthoros
|Beta Code=mhtrofqo/ros
|Beta Code=mhtrofqo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[defiling one's mother]], AP9.498, <span class="bibl">Agath.2.31</span>.</span>
|Definition=μητροφθόρον, [[defiling one's mother]], AP9.498, Agath.2.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] die Mutter verderbend, mordend, Ep. ad. 633 (IX, 498).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] die Mutter verderbend, mordend, Ep. ad. 633 (IX, 498).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui souille sa mère]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[φθείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητροφθόρος:''' [[губящий свою мать]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητροφθόρος''': -ον, ὁ φονεύων τὴν ἰδίαν μητέρα, [[μητροκτόνος]], Ἀνθ. Π. 9. 498. 2) ὁ ἐλθὼν εἰς σαρκικὴν μῖξιν [[μετὰ]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] μητρός, Ἀγαθ. 134, 8.
|lstext='''μητροφθόρος''': -ον, ὁ φονεύων τὴν ἰδίαν μητέρα, [[μητροκτόνος]], Ἀνθ. Π. 9. 498. 2) ὁ ἐλθὼν εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετὰ τῆς [[ἑαυτοῦ]] μητρός, Ἀγαθ. 134, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui souille sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[φθείρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητροφθόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει τη [[μητέρα]] του, [[μητροκτόνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έρχεται σε σαρκική [[μίξη]] με τη [[μητέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[φθόρος]].
|mltxt=[[μητροφθόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει τη [[μητέρα]] του, [[μητροκτόνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έρχεται σε σαρκική [[μίξη]] με τη [[μητέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. [[ανδροφθόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητροφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, σε Ανθ.
|lsmtext='''μητροφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητροφθόρος:''' губящий свою мать Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μητρο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[mother]]-murdering, Anth.
|mdlsjtxt=μητρο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[mother]]-murdering, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροφθόρος Medium diacritics: μητροφθόρος Low diacritics: μητροφθόρος Capitals: ΜΗΤΡΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: mētrophthóros Transliteration B: mētrophthoros Transliteration C: mitrofthoros Beta Code: mhtrofqo/ros

English (LSJ)

μητροφθόρον, defiling one's mother, AP9.498, Agath.2.31.

German (Pape)

[Seite 180] die Mutter verderbend, mordend, Ep. ad. 633 (IX, 498).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui souille sa mère.
Étymologie: μήτηρ, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

μητροφθόρος: губящий свою мать Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μητροφθόρος: -ον, ὁ φονεύων τὴν ἰδίαν μητέρα, μητροκτόνος, Ἀνθ. Π. 9. 498. 2) ὁ ἐλθὼν εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετὰ τῆς ἑαυτοῦ μητρός, Ἀγαθ. 134, 8.

Greek Monolingual

μητροφθόρος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος
2. αυτός που έρχεται σε σαρκική μίξη με τη μητέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος.

Greek Monotonic

μητροφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που φονεύει τη μητέρα του, σε Ανθ.

Middle Liddell

μητρο-φθόρος, ον φθείρω
mother-murdering, Anth.