κατάκτης: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataktis | |Transliteration C=kataktis | ||
|Beta Code=kata/kths | |Beta Code=kata/kths | ||
|Definition=ὁ, ( | |Definition=ὁ, (κατάγω 1.4 b) [[visitor]], [[guest]] at an inn, Poll.7.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκτης''': ὁ, παρὰ | |lstext='''κατάκτης''': ὁ, παρὰ Πολυδ. Ζ', 16, οἱ εἰς τὰ πανδοκεῖα καταγόμενοι κατάκται ἂν λέγοιντο, (πρβλ. [[κατάγω]] Ι. 3. b.), [[μᾶλλον]] ἐνεργ. ληπτέον, οἱ ὁδηγοῦντες εἰς τὰ πανδοκεῖα. 2) ἐκ τοῦ [[κατάγνυμι]], ὁ θραύων τι. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατάκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταλύει σε [[πανδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατάγ</i>-<i>ω</i> με τη σημ. «[[καταλύω]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[κατάκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που [[σπάζει]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατάγ</i>-<i>νυμι</i> «[[σπάζω]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατάκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταλύει σε [[πανδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατάγ</i>-<i>ω</i> με τη σημ. «[[καταλύω]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[κατάκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που [[σπάζει]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατάγ</i>-<i>νυμι</i> «[[σπάζω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (κατάγω 1.4 b) visitor, guest at an inn, Poll.7.16.
German (Pape)
[Seite 1357] ὁ, 1) (κατάγνυμι) der Zerbrecher. – 2) (κατάγω) der Herunter-, Zurückführende, Poll. 7, 16.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκτης: ὁ, παρὰ Πολυδ. Ζ', 16, οἱ εἰς τὰ πανδοκεῖα καταγόμενοι κατάκται ἂν λέγοιντο, (πρβλ. κατάγω Ι. 3. b.), μᾶλλον ἐνεργ. ληπτέον, οἱ ὁδηγοῦντες εἰς τὰ πανδοκεῖα. 2) ἐκ τοῦ κατάγνυμι, ὁ θραύων τι.
Greek Monolingual
(I)
κατάκτης, ὁ (Α)
αυτός που καταλύει σε πανδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-ω με τη σημ. «καταλύω»].
(II)
κατάκτης, ὁ (Α)
αυτός που σπάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-νυμι «σπάζω»].