ἀσυγκίνητος: Difference between revisions
From LSJ
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asygkinitos | |Transliteration C=asygkinitos | ||
|Beta Code=a)sugki/nhtos | |Beta Code=a)sugki/nhtos | ||
|Definition=[ῑ], ον, [[without agitation]], Antyll. ap. | |Definition=[ῑ], ον, [[without agitation]], Antyll. ap. Orib.6.21.16. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ον, without agitation, Antyll. ap. Orib.6.21.16.
Spanish (DGE)
-ον
que no produce agitación οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) ... ἀσυγκινητότατοι Antyll. en Orib.6.21.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκίνητος: -ον, ὁ μὴ προξενῶν συγκίνησιν, οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) προσηνέστατοι καὶ ἀσυγκινητότατοι (ἔνθα ὁ κῶδιξ ἔχει ἀσυγκινώτατοι) Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. σ. 109, 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσυγκίνητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής, ο ατάραχος
αρχ.
εκείνος που δεν προκαλεί συγκίνηση.