μελισσότευκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melissotefktos | |Transliteration C=melissotefktos | ||
|Beta Code=melisso/teuktos | |Beta Code=melisso/teuktos | ||
|Definition= | |Definition=μελισσότευκτον, [[made by bees]], κηρία Pi.''Fr.''152. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
μελισσότευκτον, made by bees, κηρία Pi.Fr.152.
German (Pape)
von Bienen gemacht, κηρία, Pind. frg. 266.
Russian (Dvoretsky)
μελισσότευκτος: построенный пчелами (κηρία Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μελισσότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, κηρία Πινδ. Ἀποσπ. 266.
English (Slater)
μελισσότευκτος made by bees μελισσοτεύκτων κηρίων fr. 152.
Greek Monolingual
μελισσότευκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλότευκτος, χρυσότευκτος].