ποδίκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=podikrotos
|Transliteration C=podikrotos
|Beta Code=podi/krotos
|Beta Code=podi/krotos
|Definition=ον, [[clanking on the feet]], ἅμμα <span class="title">APl.</span>1.15*.
|Definition=ποδίκροτον, [[clanking on the feet]], ἅμμα ''APl.''1.15*.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne autour des pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κροτέω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui résonne autour des pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κροτέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κάνει κρότο [[καθώς]] κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον [[ἅμμα]] καθάψας», Ανθ. Πλαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποδί</i>, δοτ. του [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κάνει κρότο [[καθώς]] κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον [[ἅμμα]] καθάψας», Ανθ. Πλαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποδί</i>, δοτ. του [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] ([[πρβλ]]. [[ιππόκροτος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδίκροτος Medium diacritics: ποδίκροτος Low diacritics: ποδίκροτος Capitals: ΠΟΔΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: podíkrotos Transliteration B: podikrotos Transliteration C: podikrotos Beta Code: podi/krotos

English (LSJ)

ποδίκροτον, clanking on the feet, ἅμμα APl.1.15*.

German (Pape)

[Seite 643] mit den Füßen schlagend, stampfend? – Aber ἅμμα ist = an die Füße angeschmiedet, Beinschelle, Ep. ad. 413 (Plan. 15 *).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne autour des pieds.
Étymologie: πούς, κροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ποδίκροτος: -ον, ὁ συγκεκολλημένος εἰς τοὺς πόδας, ἅμμα Ἀνθ. Πλαν. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. του πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππόκροτος)].

Greek Monotonic

ποδίκροτος: -ον, αυτός που έχει ενωμένα πόδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποδί-κροτος, ον,
welded to the feet, Anth.