μάλλωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mallosis | |Transliteration C=mallosis | ||
|Beta Code=mallwsis | |Beta Code=mallwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[a being clothed with wool]], Sch.Pi.''P.''4.407. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0091.png Seite 91]] ἡ, das Besetzen, Bekleiden mit Wolle, bei Schol. Pind. P. 4, 407 = [[μαλλός]], und | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μάλλωσις''': ἡ, ἡ διὰ μαλλοῦ [[κάλυψις]] πράγματός τινος, ὁ μαλλὸς ὁ καλύπτων τὸ δέρμα κριοῦ, «τῇ χρυσῇ μαλλώσει», περὶ τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 407· ὁ Δουκάγγ. ἀναφέρει καὶ μαλλόω ἐκ τοῦ Εὐστ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάλλωσις]], ἡ (Α) [[μαλλώ]]<br />[[κάλυψη]] ενός αντικειμένου με [[μαλλί]], [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] από [[δέρμα]] που έχει [[μαλλί]] («τῇ χρυσῇ μαλλώσει» — με το χρυσόμαλλο [[δέρας]], Σχόλ. στον <b>Πίνδ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, a being clothed with wool, Sch.Pi.P.4.407.
German (Pape)
[Seite 91] ἡ, das Besetzen, Bekleiden mit Wolle, bei Schol. Pind. P. 4, 407 = μαλλός, und
Greek (Liddell-Scott)
μάλλωσις: ἡ, ἡ διὰ μαλλοῦ κάλυψις πράγματός τινος, ὁ μαλλὸς ὁ καλύπτων τὸ δέρμα κριοῦ, «τῇ χρυσῇ μαλλώσει», περὶ τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 407· ὁ Δουκάγγ. ἀναφέρει καὶ μαλλόω ἐκ τοῦ Εὐστ.
Greek Monolingual
μάλλωσις, ἡ (Α) μαλλώ
κάλυψη ενός αντικειμένου με μαλλί, σκέπασμα, κάλυμμα από δέρμα που έχει μαλλί («τῇ χρυσῇ μαλλώσει» — με το χρυσόμαλλο δέρας, Σχόλ. στον Πίνδ.).