ἑλικωτός: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elikotos | |Transliteration C=elikotos | ||
|Beta Code=e(likwto/s | |Beta Code=e(likwto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἑλικωτή, ἑλικωτόν, [[threaded like a screw]], Orib.49.20.6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑλικωτή, ἑλικωτόν, threaded like a screw, Orib.49.20.6.
Spanish (DGE)
-όν
que tiene rosca o que se enrosca τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἑλικωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελικωτό
ελικοειδές καρφί με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές πάνω στους ξύλινους στρωτήρες
αρχ.
ελικοειδής.