ἀμευσίπορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amefsiporos
|Transliteration C=amefsiporos
|Beta Code=a)meusi/poros
|Beta Code=a)meusi/poros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">path-shifting</b>, τρίοδος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>11.38</span>.</span>
|Definition=ἀμευσίπορον, [[path-shifting]], τρίοδος Pi.''P.''11.38.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμευσῐ-]<br />[[donde se cambia de camino]] τρίοδος Pi.<i>P</i>.11.38.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où les routes s'entrecroisent (<i>litt.</i> s'échangent), carrefour.<br />'''Étymologie:''' *ἀμεύομαι, [[πόρος]].
}}
{{pape
|ptext=τρίοδοι, Pind. <i>P</i>. 11.38, <i>wo sich die Wege [[kreuzen]]</i> (Eusth. καθ' ἣν ἀμείβεται [[πορεία]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμευσίπορος:''' с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμευσίπορος''': -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, [[ἔνθα]] αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
|lstext='''ἀμευσίπορος''': -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, [[ἔνθα]] αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ος, ον :<br />où les routes s’entrecroisent (<i>litt.</i> s’échangent), carrefour.<br />'''Étymologie:''' *ἀμεύομαι, [[πόρος]].
|sltr=<b>ᾰμευσῐπορος, -ον</b> [[where]] ways [[interchange]] ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (ἀμευσιπόρους [[τριόδους]] Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμευσίπορος]], -ον (Α)<br />αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
}}
}}
{{Slater
{{lsm
|sltr=<b>ᾰμευσῐπορος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[where]] ways [[interchange]] ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (ἀμευσιπόρους [[τριόδους]] Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
|lsmtext='''ἀμευσίπορος:''' -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται [[μεταξύ]] τους, σε Πίνδ.
}}
}}
{{Slater
{{mdlsj
|sltr=<b>ᾰμευσῐπορος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[where]] ways [[interchange]] ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (ἀμευσιπόρους [[τριόδους]] Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
|mdlsjtxt=with interchanging paths, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσίπορος Medium diacritics: ἀμευσίπορος Low diacritics: αμευσίπορος Capitals: ΑΜΕΥΣΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: ameusíporos Transliteration B: ameusiporos Transliteration C: amefsiporos Beta Code: a)meusi/poros

English (LSJ)

ἀμευσίπορον, path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμευσῐ-]
donde se cambia de camino τρίοδος Pi.P.11.38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où les routes s'entrecroisent (litt. s'échangent), carrefour.
Étymologie: *ἀμεύομαι, πόρος.

German (Pape)

τρίοδοι, Pind. P. 11.38, wo sich die Wege kreuzen (Eusth. καθ' ἣν ἀμείβεται πορεία).

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσίπορος: с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.

English (Slater)

ᾰμευσῐπορος, -ον where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) (P. 11.38)

Greek Monolingual

ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.

Greek Monotonic

ἀμευσίπορος: -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται μεταξύ τους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

with interchanging paths, Pind.