Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζυγίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zygis
|Transliteration C=zygis
|Beta Code=zugi/s
|Beta Code=zugi/s
|Definition=ίδος, ἡ, = [[ἕρπυλλος]], Dsc. 3.38, Philin. ap. <span class="bibl">Ath.15.681f</span>.
|Definition=-ίδος, ἡ, = [[ἕρπυλλος]], Dsc. 3.38, Philin. ap. Ath.15.681f.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγίς Medium diacritics: ζυγίς Low diacritics: ζυγίς Capitals: ΖΥΓΙΣ
Transliteration A: zygís Transliteration B: zygis Transliteration C: zygis Beta Code: zugi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ἕρπυλλος, Dsc. 3.38, Philin. ap. Ath.15.681f.

German (Pape)

[Seite 1140] ίδος, ἡ, serpyllium silvestre, Ath. XV, 681 f; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ζυγίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀγρίου θύμου, ἕρπυλλος, serpyllum silvestre, Διοσκ. 3. 46, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 681F.

Greek Monolingual

η (Α ζυγίς, -ίδος) ζυγόν
νεοελλ.
1. είδος του φυτού θύμος
2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες
ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη του θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη του ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο
αρχ.
είδος άγριου θύμου, έρπυλλος.