σχοινόπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schoinoplektos
|Transliteration C=schoinoplektos
|Beta Code=sxoino/plektos
|Beta Code=sxoino/plektos
|Definition=ον, [[plaited of rushes]], ἄγγος <span class="bibl">Arar.8</span>.
|Definition=σχοινόπλεκτον, [[plaited of rushes]], ἄγγος Arar.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σχοινόπλεκτος]], -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κισσό</i>-<i>πλεκτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σχοινόπλεκτος]], -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[κισσόπλεκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινόπλεκτος Medium diacritics: σχοινόπλεκτος Low diacritics: σχοινόπλεκτος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: schoinóplektos Transliteration B: schoinoplektos Transliteration C: schoinoplektos Beta Code: sxoino/plektos

English (LSJ)

σχοινόπλεκτον, plaited of rushes, ἄγγος Arar.8.

German (Pape)

[Seite 1057] von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / σχοινόπλεκτος, -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. κισσόπλεκτος].