φαντός: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fantos | |Transliteration C=fantos | ||
|Beta Code=fanto/s | |Beta Code=fanto/s | ||
|Definition= | |Definition=φαντή, φαντόν, ([[φαίνομαι]]) [[visible]], Orph.''Fr.''75. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαντός:''' adj. verb. к [[φαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαντός''': -ή, -όν, (φαίνομαι) [[ὁρατός]], Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ [[γλῶσσα]] φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127. | |lstext='''φαντός''': -ή, -όν, (φαίνομαι) [[ὁρατός]], Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ [[γλῶσσα]] φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br />αυτός που φαίνεται, [[ορατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φᾰν</i>- του [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].<br /><b>(II)</b><br />ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να λεχθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φα</i>(<i>ν</i>)- του [[φημί]] (<b>πρβλ.</b> [[φάσις]])].<br /><b>(III)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>βλ.</b> [[υφαντός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
φαντή, φαντόν, (φαίνομαι) visible, Orph.Fr.75.
Russian (Dvoretsky)
φαντός: adj. verb. к φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
φαντός: -ή, -όν, (φαίνομαι) ὁρατός, Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ γλῶσσα φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -όν, Α
αυτός που φαίνεται, ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- του φαίνω + κατάλ. -τός].
(II)
ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να λεχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φα(ν)- του φημί (πρβλ. φάσις)].
(III)
-ή, -ό, Ν
βλ. υφαντός.