προικῷος: Difference between revisions
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proikoos | |Transliteration C=proikoos | ||
|Beta Code=proikw=|os | |Beta Code=proikw=|os | ||
|Definition=α, ον, = [[προικιμαῖος]] | |Definition=α, ον, = [[προικιμαῖος]] 2, ''EM''582.29, ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[προικῷος]], -ῴα, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προίκα]] ή αυτός που προέρχεται από [[προικοδότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προικώο [[σύμφωνο]]» — το [[προικοσύμφωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῷος</i> ( | |mltxt=-α, -ο / [[προικῷος]], -ῴα, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προίκα]] ή αυτός που προέρχεται από [[προικοδότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προικώο [[σύμφωνο]]» — το [[προικοσύμφωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῷος</i> ([[πρβλ]]. [[πατρῷος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, = προικιμαῖος 2, EM582.29, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 725] = προικιμαῖος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προικῷος: -α, -ον, = προίκειος, παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / προικῷος, -ῴα, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση
νεοελλ.
φρ. «προικώο σύμφωνο» — το προικοσύμφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ῷος (πρβλ. πατρῷος)].