ἀτιμητέον: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atimiteon | |Transliteration C=atimiteon | ||
|Beta Code=a)timhte/on | |Beta Code=a)timhte/on | ||
|Definition=[[one must hold in disesteem]], συκοφάντας | |Definition=[[one must hold in disesteem]], συκοφάντας Isoc.15.175. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que despreciar]] συκοφάντας Isoc.15.175. | |||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτιμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ [[ὄνειδος]], τοὺς συκοφαντοῦντας [[ἀτιμητέον]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον). | |lstext='''ἀτιμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ [[ὄνειδος]], τοὺς συκοφαντοῦντας [[ἀτιμητέον]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
one must hold in disesteem, συκοφάντας Isoc.15.175.
Spanish (DGE)
hay que despreciar συκοφάντας Isoc.15.175.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀτιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτιμητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ ὄνειδος, τοὺς συκοφαντοῦντας ἀτιμητέον Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον).