μόνοικος: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoikos
|Transliteration C=monoikos
|Beta Code=mo/noikos
|Beta Code=mo/noikos
|Definition=ὁ, epith. of Heracles in Southern Gaul, <span class="bibl">Str.4.6.3</span>.
|Definition=ὁ, [[epithet]] of Heracles in Southern Gaul, Str.4.6.3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μόνοικος]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μόνοικο [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] που φέρει άρρενα και [[θήλεα]] [[άνθη]] [[μαζί]] στο ίδιο [[στέλεχος]], σε [[αντιδιαστολή]] με το δίοικο [[φυτό]]<br />β) «[[μόνοικος]] [[μύκητας]]» — ο [[μύκητας]] που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, [[καθώς]] και όλα τα είδη μυκήτων που δεν έχουν αναπαραγωγικά όργανα και στα οποία το [[μυκήλιο]] μπορεί να [[είναι]] τόσο [[δότης]] όσο και [[δέκτης]] πυρήνων<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους στη Νότια Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνοικος Medium diacritics: μόνοικος Low diacritics: μόνοικος Capitals: ΜΟΝΟΙΚΟΣ
Transliteration A: mónoikos Transliteration B: monoikos Transliteration C: monoikos Beta Code: mo/noikos

English (LSJ)

ὁ, epithet of Heracles in Southern Gaul, Str.4.6.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μόνοικος, ὁ)
νεοελλ.
φρ. α) «μόνοικο φυτό»
βοτ. το φυτό που φέρει άρρενα και θήλεα άνθη μαζί στο ίδιο στέλεχος, σε αντιδιαστολή με το δίοικο φυτό
β) «μόνοικος μύκητας» — ο μύκητας που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, καθώς και όλα τα είδη μυκήτων που δεν έχουν αναπαραγωγικά όργανα και στα οποία το μυκήλιο μπορεί να είναι τόσο δότης όσο και δέκτης πυρήνων
αρχ.
προσωνυμία του Ηρακλέους στη Νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + οἶκος.