ταραξίπολις: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taraksipolis
|Transliteration C=taraksipolis
|Beta Code=taraci/polis
|Beta Code=taraci/polis
|Definition=ιδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">troubling the city</b>, <span class="bibl">Ph.2.520</span> (pl.).</span>
|Definition=ιδος, ὁ, ἡ, [[troubling the city]], Ph.2.520 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br />[[άτομο]] που προξενεί ταραχές σε μια [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάραξις]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀνησί</i>-<i>πολις</i>)].
|mltxt=-όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br />[[άτομο]] που προξενεί ταραχές σε μια [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάραξις]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ([[πρβλ]]. [[ὀνησίπολις]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰραξῐπολις Medium diacritics: ταραξίπολις Low diacritics: ταραξίπολις Capitals: ΤΑΡΑΞΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: taraxípolis Transliteration B: taraxipolis Transliteration C: taraksipolis Beta Code: taraci/polis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, troubling the city, Ph.2.520 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1070] εως u. ιδος, ὁ, ἡ, die Stadt, den Staat verwirrend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰραξίπολις: [ῐ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ταράττων τὴν πόλιν, κακῶν εὑρεταί, ταραξιπόλιδες Φίλων 2. 520.

Greek Monolingual

-όλιδος, ὁ, ἡ, Α
άτομο που προξενεί ταραχές σε μια πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + πόλις (πρβλ. ὀνησίπολις)].