πλάτιγξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platigks | |Transliteration C=platigks | ||
|Beta Code=pla/tigc | |Beta Code=pla/tigc | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[πλάτη]] 1.1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλάτιγξ''': ἡ, = [[πλάτη]], «[[πλάτιγξ]]· τῆς κώπης τὸ [[ἄκρον]] ᾧ πλήσσεται τὸ [[ὕδωρ]]» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72. | |lstext='''πλάτιγξ''': ἡ, = [[πλάτη]], «[[πλάτιγξ]]· τῆς κώπης τὸ [[ἄκρον]] ᾧ πλήσσεται τὸ [[ὕδωρ]]» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το πλατύ και επίπεδο [[μέρος]] του κουπιού, η [[πλάτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από το επίθ. [[πλατύς]] με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[στήρ]]-<i>ιγξ</i>, <i>στρόφ</i>-<i>ιγξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, = πλάτη, Lob. Phryn. p. 72; auch πλάτυγξ geschr., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πλάτιγξ: ἡ, = πλάτη, «πλάτιγξ· τῆς κώπης τὸ ἄκρον ᾧ πλήσσεται τὸ ὕδωρ» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το πλατύ και επίπεδο μέρος του κουπιού, η πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. πλατύς με εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στήρ-ιγξ, στρόφ-ιγξ)].