ξύρισμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyrisma | |Transliteration C=ksyrisma | ||
|Beta Code=cu/risma | |Beta Code=cu/risma | ||
|Definition=[ῠ], ατος, τό, | |Definition=[ῠ], ατος, τό, [[shaving]], βοστρύχων Tz.''H.''2.537. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξύρισμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537. | |lstext='''ξύρισμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξούρισμα]], το (Μ [[ξύρισμα]]) [[ξυρίζω]]<br /><b>1.</b> [[κόψιμο]] τών τριχών του σώματος, και [[ιδίως]] του προσώπου, με [[ξυράφι]] ώς το [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενόχληση]] κάποιου με άσκοπη [[φλυαρία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φύσημα]] παγερού ανέμου, [[ιδίως]] βοριά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, shaving, βοστρύχων Tz.H.2.537.
Greek (Liddell-Scott)
ξύρισμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537.
Greek Monolingual
και ξούρισμα, το (Μ ξύρισμα) ξυρίζω
1. κόψιμο τών τριχών του σώματος, και ιδίως του προσώπου, με ξυράφι ώς το δέρμα
2. μτφ. ενόχληση κάποιου με άσκοπη φλυαρία
3. μτφ. φύσημα παγερού ανέμου, ιδίως βοριά.