ῥᾴδια: Difference between revisions
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=radia | |Transliteration C=radia | ||
|Beta Code=r(a/|dia | |Beta Code=r(a/|dia | ||
|Definition=τά, a kind of [[easy shoes]], | |Definition=τά, a kind of [[easy shoes]], Pherecr.227, Pl.Com.251. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[ῥᾴδιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾴδια''': τά, [[εἶδος]] σανδαλίων ἢ ἐμβάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 76, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 55. | |lstext='''ῥᾴδια''': τά, [[εἶδος]] σανδαλίων ἢ ἐμβάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 76, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 55. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> ῥάϊδια, τὰ, Α<br />παντόφλες ή σανδάλια ή, κατ' άλλους, γυναικεία υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του πληθ. του ουσ. του επιθ. <i>ῥάδιος</i> με την [[έννοια]] ότι οι παντόφλες [[είναι]] άνετα, ευκολοφόρετα παπούτσια]. | |mltxt=και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> ῥάϊδια, τὰ, Α<br />παντόφλες ή σανδάλια ή, κατ' άλλους, γυναικεία υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του πληθ. του ουσ. του επιθ. <i>ῥάδιος</i> με την [[έννοια]] ότι οι παντόφλες [[είναι]] άνετα, ευκολοφόρετα παπούτσια]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
τά, a kind of easy shoes, Pherecr.227, Pl.Com.251.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾴδια: τά, εἶδος σανδαλίων ἢ ἐμβάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 76, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 55.
Greek Monolingual
και κατά τον Ησύχ. ῥάϊδια, τὰ, Α
παντόφλες ή σανδάλια ή, κατ' άλλους, γυναικεία υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του πληθ. του ουσ. του επιθ. ῥάδιος με την έννοια ότι οι παντόφλες είναι άνετα, ευκολοφόρετα παπούτσια].