λοπητός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lopitos
|Transliteration C=lopitos
|Beta Code=lophto/s
|Beta Code=lophto/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[the time of bark peeling off]], <span class="bibl">Id.<span class="title">HP</span>5.1.1</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[the time of bark peeling off]], Id.''HP''5.1.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοπητός]], ὁ (Α) [[λοπώ]]<br />η [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία ο [[φλοιός]] τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.
|mltxt=[[λοπητός]], ὁ (Α) [[λοπώ]]<br />η [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία ο [[φλοιός]] τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>die Zeit im Frühjahre, wenn sich die [[Baumrinde]] [[ablösen]] läßt</i>, Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπητός Medium diacritics: λοπητός Low diacritics: λοπητός Capitals: ΛΟΠΗΤΟΣ
Transliteration A: lopētós Transliteration B: lopētos Transliteration C: lopitos Beta Code: lophto/s

English (LSJ)

ὁ, the time of bark peeling off, Id.HP5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

λοπητός: ὁ, ἡ περίοδος ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. ὅταν ὁ φλοιὸς αὐτῶν εἶναι εὐπεριαίρετος, «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.

Greek Monolingual

λοπητός, ὁ (Α) λοπώ
η περίοδος κατά την οποία ο φλοιός τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.

German (Pape)

ὁ, die Zeit im Frühjahre, wenn sich die Baumrinde ablösen läßt, Theophr.