νεοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neopoios
|Transliteration C=neopoios
|Beta Code=neopoio/s
|Beta Code=neopoio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who ploughs up fallow land]], <span class="bibl">Poll. 1.221</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[one who ploughs up fallow land]], Poll. 1.221.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που καλλιεργεί για πρώτη [[φορά]] αγροτική [[έκταση]] η οποία έχει μείνει για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=[[νεοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που καλλιεργεί για πρώτη [[φορά]] αγροτική [[έκταση]] η οποία έχει μείνει για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοποιός Medium diacritics: νεοποιός Low diacritics: νεοποιός Capitals: ΝΕΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: neopoiós Transliteration B: neopoios Transliteration C: neopoios Beta Code: neopoio/s

English (LSJ)

ὁ, one who ploughs up fallow land, Poll. 1.221.

Greek Monolingual

νεοποιός, ὁ (Α)
αυτός που καλλιεργεί για πρώτη φορά αγροτική έκταση η οποία έχει μείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποιός].