νεοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neopoios
|Transliteration C=neopoios
|Beta Code=neopoio/s
|Beta Code=neopoio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who ploughs up fallow land</b>, <span class="bibl">Poll. 1.221</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[one who ploughs up fallow land]], Poll. 1.221.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που καλλιεργεί για πρώτη [[φορά]] αγροτική [[έκταση]] η οποία έχει μείνει για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοποιός Medium diacritics: νεοποιός Low diacritics: νεοποιός Capitals: ΝΕΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: neopoiós Transliteration B: neopoios Transliteration C: neopoios Beta Code: neopoio/s

English (LSJ)

ὁ, one who ploughs up fallow land, Poll. 1.221.

Greek Monolingual

νεοποιός, ὁ (Α)
αυτός που καλλιεργεί για πρώτη φορά αγροτική έκταση η οποία έχει μείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποιός].